- πολεμώδης
- πολεμ-ώδης, ες,A pertaining to war,
παροιμία Olymp. in Grg.p.114J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παροιμία Olymp. in Grg.p.114J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμώδης — ῶδες, Α [πόλεμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο … Dictionary of Greek
πολεμώδη — πολεμώδης pertaining to war neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολεμώδης pertaining to war masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολεμώδης pertaining to war masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek